- φιλογυνία
- η, ΝΑ, και δ.τ. φιλογύνεια και φιλογυναία Α [φιλογύνης]η υπερβολική αγάπη για τις γυναίκες, η πολύ έντονη επιθυμία για ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, θηλυμανία, γυναικομανία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλογυνία — φιλογυνίᾱ , φιλογυνία love of women fem nom/voc/acc dual φιλογυνίᾱ , φιλογυνία love of women fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογυνίας — φιλογυνίᾱς , φιλογυνία love of women fem acc pl φιλογυνίᾱς , φιλογυνία love of women fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογυνίαν — φιλογυνίᾱν , φιλογυνία love of women fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογυναία — ἡ, Α βλ. φιλογυνία … Dictionary of Greek
φιλογυνιάζω — Μ [φιλογυνία] είμαι φιλογύνης … Dictionary of Greek
φιλογύναιος — ον, Α 1. ο φιλογύνης 2. αυτός που αγαπά τη γυναίκα του 3. αυτός που οφείλεται στη φιλογυνία («οἱ φιλογυναίοις συνουσίαις ἐπιμεμηνότες», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γύναιος (για τη μορφή τού β συνθετικού, βλ. λ. γυναίκα), πρβλ. μισο γύναιος] … Dictionary of Greek
φιλογύνεια — ἡ, Α (δ. τ.) βλ. φιλογυνία … Dictionary of Greek